- κατοχεύω
- κατοχεύω (Α)1. βάζω τα ζώα να βατευθούν («τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγω», ΠΔ)2. (κατά τον Ησύχ.) «κατοχεύειπηδᾷ, ἐπικάθηται»3. (αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) κατωχευμένος(για φυτά) γονιμοποιημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀχεύω «βατεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.